ψειρόχορτο
Смотреть что такое "ψειρόχορτο" в других словарях:
ψειρόχορτο — το, Ν βοτ. το ψειροβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψείρα + χόρτο] … Dictionary of Greek
πεδικουλαρίδα (pedicularis) — Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των σκροφουλαριιδών με περίπου 250 είδη, που ζουν στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Αφρική και στην Αμερική. Είναι πόες διετείς ή πολυετείς που φυτρώνουν συνήθως στα βουνά. Πολλές είναι δηλητηριώδεις. Τα φύλλα τους… … Dictionary of Greek