ψειρόχορτο

ψειρόχορτο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ψειρόχορτο" в других словарях:

  • ψειρόχορτο — το, Ν βοτ. το ψειροβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψείρα + χόρτο] …   Dictionary of Greek

  • πεδικουλαρίδα (pedicularis) — Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των σκροφουλαριιδών με περίπου 250 είδη, που ζουν στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Αφρική και στην Αμερική. Είναι πόες διετείς ή πολυετείς που φυτρώνουν συνήθως στα βουνά. Πολλές είναι δηλητηριώδεις. Τα φύλλα τους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»